- ολόσκιωτος
- -η, -οβλ. ολοήσκιωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοήσκιωτος — και ολοΐσκιωτος και ολόσκιωτος, η, ο αυτός που έχει πολλή σκιά, εντελώς σκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ησκιώνω (πρβλ. αλαφρ ήσκιωτος] … Dictionary of Greek
ολόσκιος — α, ο (Α ὁλόσκιος, ον) πολύ σκιερός, ολόσκιωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μεγαλό σκιος] … Dictionary of Greek